αμμόδρομος

αμμόδρομος
ο песчаная дорога

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "αμμόδρομος" в других словарях:

  • αμμόδρομος — ἀμμόδρομος, ο (Α) 1. δρόμος επάνω σε αμμώδες έδαφος 2. στα Αρχαία ειδικότερα για δρόμο όπου διεξάγονταν ιπποδρομίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμμος + δρόμος] …   Dictionary of Greek

  • ἀμμόδρομοι — ἀμμόδρομος sandy place for racing masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άμμος — Ιζηματογενής σχηματισμός που αποτελείται από θραύσματα ορυκτών με κύριο χαρακτηριστικό την έλλειψη συνοχής. Ο σχηματισμός της ά. οφείλεται στη διαβρωτική ενέργεια των θαλασσών, των ανέμων, των ποταμών και των παγετώνων. Η ά. ταξινομείται ανάλογα… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»